ἐπιστρόγγυλος
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ἐπιστρόγγυλον, rounded, roundish, f.l. in Arist.HA555a29.
German (Pape)
[Seite 986] zugerundet, Arist. H. A. 5, 27.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστρόγγῠλος: закругленный, округлый (Arst. - v.l. к στρογγύλος).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρόγγῠλος: -ον, κλίνων εἰς τὸ στρογγύλον, ἔχων στρογγύλον πως σχῆμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 27, 1.
Greek Monolingual
ἐπιστρόγγυλος, -ον (Α) στρογγυλός
αυτός που έχει σχήμα κάπως στρογγυλό.