ἐπισυμπίπτω

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυμπίπτω Medium diacritics: ἐπισυμπίπτω Low diacritics: επισυμπίπτω Capitals: ΕΠΙΣΥΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: episympíptō Transliteration B: episympiptō Transliteration C: episympipto Beta Code: e)pisumpi/ptw

English (LSJ)

A collapse, decay, Ph.2.221, Anon.Lond.27.31; spring together again, Str.6.1.12; contract, of the heart in systole, Ruf.Syn.Puls.3.
II happen besides or in addition to, τοῖς γεγονόσιν J.AJ15.10.3; -πίπτουσαι διαστροφαί casual distortions, Ptol.Tetr.108.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πίπτω), darauf zusammenfallen, zugleich damit verfallen, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221.

Greek Monolingual

ἐπισυμπίπτω (Α)
1. αναπηδώ μαζί ξανά
2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.)
3. συμπίπτω.