ἐποπτάω
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
A roast besides or after, Od.12.363, Diph.Siph. ap. Ath.3.121c; ἑφθὸν ἐποπτᾶν οὔ φασι δεῖν Philoch.171.
2 Pass., to be burnt, Paul.Aeg.3.67.
II (as a pun) = ἐπωπάω, Com.Adesp.1325.
German (Pape)
[Seite 1008] darauf braten, rösten, ἐπώπτων ἔγκατα πάντα Od. 12, 363; überbraten, Comic. Ath. III, 121 c XIV, 656 b u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ἐποπτῶ :
impf. ἐπώπτων;
faire rôtir ou griller sur.
Étymologie: ἐπί, ὀπτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐποπτάω: (на чем-л.) жарить, поджаривать (ἔγκατα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐποπτάω: ὀπτῶ, «ψήνω» προσέτι ἢ μετὰ ταῦτα, ἐπώπτων ἔγκατα πάντα Ὀδ. Μ. 363, Δίφυλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 121C· ἑφθὸν ἐποπτᾶν οὔ φασι δεῖν Ἀθήν. 656Β. 2) ὡς λογοπαίγνιον = ἐπωπάω, ἐφορῶ, Κωμ. Ἀνώνυμ. 303.
English (Autenrieth)
broil over a fire, Od. 12.363†.
Greek Monotonic
ἐποπτάω: μέλ. -ήσω, ξαναψήνω, σε Ομήρ. Οδ.