ἐργοφόρος
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
ἐργοφόρον, worker bee, Ael.NA5.42.
German (Pape)
[Seite 1022] Arbeit davon tragend, von den Bienen, arbeitsam, Ael. H. A. 5, 42.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
laborieux.
Étymologie: ἔργον, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργοφόρος: -ον, ἐργαζόμενος, πολυάσχολος, ἐργατικός, ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Αἰλ. π. Ζ. 5. 42.
Greek Monolingual
ἐργοφόρος, -ον (Α)
(για τις μέλισσες) φιλόπονος, πολυάσχολος.