ἐριούνιος
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
and ἐριούνης, ὁ, Ep. epithet of Hermes, of uncertain meaning,
A σῶκος ἐριούνιος Ἑρμῆς Il.20.72; Ἑρμείας ἐριούνιος 24.457, 679; ἐριούνης Ἑρμείας 20.34, Od.8.322; Διὸς ἐριούνιος υἱός h.Merc. 28; θεῶν ἐριούνιε δαῖμον ib.551: abs., ἐριούνιος, i.e. Hermes, Il.24.360,440; Ἑρμῆς ἐ., opp. δόλιος, Ar.Ra.1144, cf. EM374.24; also in later Prose, θεοί Ant.Lib.25.2.
II as adjective, ἐ. νόος Orph.L.199.
German (Pape)
[Seite 1030] ὁ (ὀνίνημι), heißt Hermes, der sehr Nützende, Gewinnbringende, Il. 20, 72. 24, 679; h. Herc. 3 u. sp. D., wie Orph. h. 27, 8; Ar. Ran. 1144 setzt Ἑρμῆς ἐριούνιος dem δόλιος entgegen. Vgl. ἀκάκητα. Dah. Ἀριούνιος allein für Hermes steht, Il. 24, 360. 440. Nur Orph. Lith. pr. 69 σοφίη u. 2, 9 νόος, d. i. mild.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ),
1. le bienfaisant, ép. d'Hermès, IL. 20.72, 24.360, 457, 679, etc.; h.Merc. 28; AR. Ran. 1144;
2. adj. bienfaisant, ORPH. Lith. 197.
Étymologie: ἐρι-, ὀνίνημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐριούνιος: ὁ спешащий на помощь, оказывающий помощь, благодетельствующий (эпитет Гермеса) Hom., HH, Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριούνιος: καὶ ἐριούνης, ὁ, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ Ἑρμ. (πιθ. ἐκ τοῦ ἐρ-, ὀνίνημι), ὁ ἔρι ὀνινύς, ὁ ἄγαν ὠφελῶν, μεγαλωφελής, πρόξενος εὐτυχίας, σῶκος, ἐριούνιος Ἑρμῆς, «ὁ σωσίοικος καὶ πολυωφελὴς Ἑρμῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 72· Ἑρμείας ἐριούνιος Ω. 457, 679· οὕτω καὶ ἐριούνης Ἑρμείας Υ. 34. Ὀδ. Θ. 322· Διὸς ἐριούνιος υἱὸς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 28· θεῶν ἐριούνιε δαῖμον αὐτόθι 551· ἀπολ. Ἐριούνιος, δηλ. ὁ Ἑρμῆς, Ἰλ. Ω. 360, 440: - ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1144, Ἑρμῆς ἐριούνιος κεῖται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δόλιος· πρβλ. ποιητ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 374. 24· ἴδε τὴν λέξιν ἀκάκητα. ΙΙ. ἐρ. νόος Ὀρφ. Λιθ. 197, πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐριούνιος και ἐριούνης, ὁ (Α)
1. (για τον Ερμή) α) επικό επίθ. αβέβαιης σημασίας (πιθ. ο πολύ ευφυής ή ο πολύ ωφέλιμος)
β) (και απόλ.) Ἐριούνιος
ο Ερμής
2. ως επίθ. («ἐριούνιος νόος» — επιεικής, Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].