ἐτετεύχατο
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de τεύχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐτετεύχατο: эп. 3 л. pl. ppf. pass. к τεύχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτετεύχατο: Ἐπικ. γ΄ πληθυντ. παθ. ὑπερ. τοῦ τεύχω, Ἰλ. Λ. 808.
English (Autenrieth)
see τεύχω.
Greek Monotonic
ἐτετεύχατο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του τεύχω.