ἐτητυμία
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
English (LSJ)
poet. ἐτητυμίη, ἡ, truth, Call.Aet.3.1.76, AP9.771 (Jul.), Max.462, Orph.Fr.280.7.
German (Pape)
[Seite 1052] ἡ, die Aechtheit, Wahrheit, Iul. Aeg. 33 (IX, 771); Nonn.
Russian (Dvoretsky)
ἐτητῠμία: ион. ἐτητῠμίη ἡ правда, истина Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτητῠμία: ἡ, ἀλήθεια, Ἀνθ. Π. 9. 771, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 69.
Greek Monolingual
ἐτητυμία και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) ετήτυμος
αλήθεια, γνησιότητα.
Greek Monotonic
ἐτητῠμία: ἡ, αλήθεια, γνησιότητα, αυθεντικότητα, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐτητῠμία, ἡ,
truth, Anth. [from ἐτήτῠμος]