ἐφημοσύνη
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ἡ, (ἐφίημι) command, behest, οὐδ' ὧς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησε Il.17.697, cf. Od.12.226, Pi.P.6.20, S.Ph.1144 (lyr.): pl., A.R.1.33. ἔφησθα, = ἔφης, v. φημί.
German (Pape)
[Seite 1118] ἡ, = ἐφετμή; οὐδ' ἃς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησεν Il. 17, 697; ἐπειδὴ πᾶσαν ἐφημοσύνην ἀπέειπεν Od. 16, 340; ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν Pind. P. 6, 20, das Gebot befolgen; Soph. Phil. 1129 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ordre, prescription, commission.
Étymologie: cf. ἐφετμή.
Russian (Dvoretsky)
ἐφημοσύνη: ἡ Hom., Pind., Soph. = ἐφετμή.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφημοσύνη: ἡ, (ἐφίημι) = ἐφετμή, ἐντολή, διαταγή, παραίνεσις, οὐδ᾿ ὡς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησεν Ἰλ. Ρ. 697, πρβλ. Ὀδ. Μ. 226, Π. 340· οὕτως ἐν Πινδ. Π. 6. 20, Σοφ. Φιλ. 1144, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 3.
English (Autenrieth)
(ἐφίημι) = ἐφέτμη.
Greek Monolingual
ἐφημοσύνη, ἡ (Α) εφίημι
εντολή, διαταγή, παραίνεση.
Greek Monotonic
ἐφημοσύνη: ἡ (ἐφίημι), = ἐφετμή, σε Πίνδ., Σοφ.