ἔνστημα

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνστημα Medium diacritics: ἔνστημα Low diacritics: ένστημα Capitals: ΕΝΣΤΗΜΑ
Transliteration A: énstēma Transliteration B: enstēma Transliteration C: enstima Beta Code: e)/nsthma

English (LSJ)

ἐνστήματος, τό,
A objection, εἴς τι Epicur.Ep.2p.39U.
II check, obstacle, Chrysipp.Stoic.2.268, M.Ant.8.41, S.E.M.7.253,al.

Spanish (DGE)

ἐνστήματος, τό
obstáculo, impedimento ταῖς ... κινήσεσιν ἐνστήματα πολλὰ γίνεσθαι καὶ κωλύματα Chrysipp.Stoic.2.268, cf. M.Ant.8.41, S.E.M.7.253, 425
ref. lenguaje objeción a un argumento, Epicur.Ep.[3] 91.

German (Pape)

[Seite 853] τό, das Hindernis, bes. bei Stoikern, Plut. de Stoic. repugn. 57.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐνίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἔνστημα: ἐνστήματος τό препятствие, помеха Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνστημα: τό, = ἔνστασις Π. 2, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1056D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μάθ. 7. 253.

Greek Monolingual

ἔνστημα, το (Α) ενίστημι
1. ένσταση, αντίρρηση
2. αντίδραση, αντίσταση.