ἔπαλπνος

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαλπνος Medium diacritics: ἔπαλπνος Low diacritics: έπαλπνος Capitals: ΕΠΑΛΠΝΟΣ
Transliteration A: épalpnos Transliteration B: epalpnos Transliteration C: epalpnos Beta Code: e)/palpnos

English (LSJ)

ἔπαλπνον, (v. ἄλπνιστος) cheerful, happy, Pi.P.8.84 codd.; expld. by ἡδύς, προσηνής, Sch.

German (Pape)

[Seite 898] angenehm, νόστος Pind. P. 8, 88.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
doux, agréable.
Étymologie: ἐπί, *ἄλπνος, ἄλπνιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαλπνος: сладостный, приятный (νόστος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαλπνος: -ον, (ἴδε ἄλπνιστος), ἡδύς, προσηνής, τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, «οἵστισι (τοῖς ἡττηθεῖσιν) ἐκ τῆς Πυθίας ἡ ἀνακομιδὴ οὔτε ἡδεῖα οὔτε προσηνὴς ἐγένετο» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 8. 120.

English (Slater)

ἔπαλπνος cheerful τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη (ἡδύς, προσηνής. Σ.) (P. 8.84)

Greek Monolingual

ἔπαλπνος, -ον (Α)
γλυκός, προσηνής, ευχάριστος, τερπνόςνόστος... ἔπαλπνος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλπνός (θετ. βαθμός του άλπνιστος «ηδύτατος, πολύ εύχάριτος»), τ. που απαντά μόνο στο ανωτέρω σύνθετο].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: pleasant v. t. (Pi. P. 8, 84, von νόστος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One derived the word from ἁρπαλέος (s. v.) < *ἀλπαλέος and connected *ἄλπιστος (s. ἄλπνιστος), wich would be an r-n-stem *ἄλπαρ, α῎λπν- as a bahuvrihi with adverbial prefix; improbable. On the stem Schwyzer 484 w. n. 2.

Frisk Etymology German

ἔπαλπνος: {épalpnos}
Meaning: angenehm o. ä. (Pi. P. 8, 84, von νόστος).
Etymology: Zu ἁρπαλέος (s. d.) aus ἀλπαλέος, *ἄλπιστος (s. ἄλπνιστος), wahrscheinlich von einem r-n-Stamm *ἄλπαρ, ἄλπν- als Bahuvrihikompositum mit adverbialem Präfix. Zur Stammbildung noch Schwyzer 484 m. A. 2 und Lit.
Page 1,532