ἕης

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕης Medium diacritics: ἕης Low diacritics: έης Capitals: ΕΗΣ
Transliteration A: héēs Transliteration B: heēs Transliteration C: eis Beta Code: e(/hs

English (LSJ)

Epic gen. of ὅς, who, Il. 16.208.

Spanish (DGE)

v. ὅς.

French (Bailly abrégé)

gén. fém. épq. de ὅς¹.

Russian (Dvoretsky)

ἕης: эп. (= ἥς) gen. f к ὅς.

Greek (Liddell-Scott)

ἕης: Ἐπ. γεν. τοῦ ὅς, ὁ ὁποῖος Ἰλ. Π. 208: ἀλλὰ τὸ ἑῆς γεν. τοῦ ὅς, ἑός, ἰδικός του.

English (Autenrieth)

see ὅς.

Greek Monotonic

ἕης: Επικ. αντί ἧς, γεν. θηλ. του ὅς, της οποίας· αλλά ἑῆς, γεν. του ὅς, δικός του.