ἡμιπαγής
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ἡμιπαγές, half-congealed, half-hardened, Pl.Ti.59e,60d; δρόσος Arist.Mu.394a26; ᾠὰ ἡ. half-hard, medium-boiled eggs, Hp.Acut. (Sp.) 53: metaph., ἡ. σοφία Ph.1.322.
German (Pape)
[Seite 1169] ές, halb geronnen, halb hart; ᾠά Plat. Tim. 59 e; Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐπᾰγής: наполовину сгустившийся, полуотвердевший (ὑγρόν Plat.): δρόσος ἡ. Arst. иней.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπᾰγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπηγώς, ἐστεροποιημένος, Πλάτ. Τιμ. 59Ε, 60D˙ ᾠὰ ἡμιπαγῆ, ἡμίπηκτα, κοιν. «μελᾶτα», Ἱππ. 405. 39˙ - μεταφ., ἡμ. σοφία Φίλων 1. 322.
Greek Monolingual
ἡμιπαγής, -ές (Α)
ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ
νεοελλ.
ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος του προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα
αρχ.
1. (μτφ. για τη μάθηση) αυτός που δεν είναι άρτιος, που δεν είναι πλήρης («ἡμιπαγὴς σοφία», Φίλ.)
2. φρ. «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -παγής < επάγην, πήγνυμι (πρβλ. ακροπαγής, χρυσοπαγής)].