ἡμιπύρωτος

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπύρωτος Medium diacritics: ἡμιπύρωτος Low diacritics: ημιπύρωτος Capitals: ΗΜΙΠΥΡΩΤΟΣ
Transliteration A: hēmipýrōtos Transliteration B: hēmipyrōtos Transliteration C: imipyrotos Beta Code: h(mipu/rwtos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, half-burnt, AP7.401.5 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1169] halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à demi brûlé.
Étymologie: ἡμι-, πυρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐπύρωτος: (ῠ) полусожженный (λείψανα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπύρωτος: -ον, (πῠρόω) κατὰ τὸ ἥμισυ κεκαυμένος, λείψανα Ἀνθ. Π. 7. 401.

Greek Monolingual

ἡμιπύρωτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκπύρωτος, απύρωτος].

Greek Monotonic

ἡμιπύρωτος: -ον (πῠρόω), μισοκαμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡμι-πύρωτος, ον [πῦρόω]
half-burnt, Anth.