ἰατρεία
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
English (LSJ)
Ion. ἰητρείη, ἡ, (ἰατρεύω)
A healing, medical treatment, Hp.Fract.34, al., Plu.Pyrrh.3, Epigr.Gr. 305.1 (Smyrna), Sammelb.1934 (Serapeum).
2 metaph., curing, correcting, ἐπιθυμίας Arist.Pol.1267a7; τῆς ἁμαρτίας ib.1272b2, cf.1284b19, Plu.2.510c; ἰατρείας ἕνεκεν Arist.EN1152b32: pl., ib.1104b17, al.
German (Pape)
[Seite 1234] ἡ, das Heilen, die Heilung, Arist. Eth. 2,.3 u. Sp., wie Plut. Pyrrh. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
traitement, guérison.
Étymologie: ἰατρεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱτρεία: (ῑ) ἡ тж. pl.
1 лечение (φυτὸν προχειρότερον εἰς ἰατρείαν Arst.): τυχεῖν τῆς ἰατρείας Plut. пройти курс лечения;
2 перен. исцеление, исправление (ἐπιθυμίας, τῆς ἁμαρτίας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰατρεία: Ἰων. ἰητρείη, ἡ, (ἰατρεύω) τὸ ἰατρεύειν, θεραπεία, «ἰατρεία», Ἱππ. π. Ἀγμ. 774, κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3311. 2) μεταφ., θεραπεία, διόρθωσις, ἐπιθυμίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 11· τῆς ἁμαρτίας αὐτόθι 2. 10, 13, πρβλ. 3. 13, 23· ἰατρείας ἕνεκα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 12, 1· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 2. 3, 4, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰατρεία, Α ιων. τ. ἰητρείη) ιατρεύω
η γιατρειά, η θεραπεία.
Greek Monotonic
ἰᾱτρεία: ἡ (ἰατρεύω), ιατρική φροντίδα, περίθαλψη· μεταφ., θεραπεία, διόρθωση, σε Αριστ.
Middle Liddell
ἰᾱτρεία, ἡ, ἰατρεύω
medical treatment: metaph. a curing, correcting, Arist.