ἰκτερόεις
From LSJ
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
English (LSJ)
εσσα, εν, = ἰκτερικός, χλόος Nic. Al. 475.
German (Pape)
[Seite 1249] εσσα, εν, dasselbe, Nic. Al. 475.
Greek Monolingual
ἰκτερόεις, -εσσα, -εν (Α)
ικτεριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -(ο)εις, (πρβλ. αλγινόεις, δακρυόεις)].