ὀρνιθοκάπηλος

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθοκάπηλος Medium diacritics: ὀρνιθοκάπηλος Low diacritics: ορνιθοκάπηλος Capitals: ΟΡΝΙΘΟΚΑΠΗΛΟΣ
Transliteration A: ornithokápēlos Transliteration B: ornithokapēlos Transliteration C: ornithokapilos Beta Code: o)rniqoka/phlos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, dealer in birds, Critias 70 D.

German (Pape)

[Seite 383] ὁ, Vogelhändler, Poll. 7, 197, aus Critias.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐμπορευόμενος πτηνά, ὀρνιθοπώλης, Κριτίας 61.

Greek Monolingual

ὀρνιθοκάπηλος, ὁ (Α)
έμπορος ορνίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις-, -ιθος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)].