ὀψιπέδων
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
ωνος, ὁ, one who has long been in fetters, Men.1049 (pl.).
German (Pape)
[Seite 433] ωνος, ὁ, Einer, der lange in Fesseln gelegen hat, Men. bei Phot.
Russian (Dvoretsky)
ὀψῐπέδων: ωνος ὁ (о старом рабе) состарившийся в оковах Men.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψῐπέδων: ὁ, ὁ ἐπὶ πολὺ διατελέσας ἐν δεσμοῖς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 376. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψιπέδωνας· τοὺς ἕως ζῶσιν ἄξοντας πέδας βράδιον».
Greek Monolingual
ὀψιπέδων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)].