ὁμόνοος
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
ὁμόνοον, contr. ὁμόνους, ὁμόνουν, of one mind, united, Democr.255, Poll.6.155. Adv. ὁμονόως X.Cyr.6.4.15, Ages.1.37, D.L.4.22.
German (Pape)
[Seite 338] zsgzgn -νους, ουν, gleichgesinnt, gleiche Gedanken, Ansichten habend, Sp. – Adv. ὁμονόως, einmütig, einträchtig, Xen. Cyr. 6, 4, 15 Ages. 1, 37 u. Sp., vgl. Lob. Phryn. 142.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
de même sentiment.
Étymologie: ὁμός, νόος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόνοος: -ον, συνῃρ. νους, νουν, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν νοῦν, σύμφωνος, Λατ. concors, Πολυδ. Ϛ΄, 155. Ἐπίρρ. -νόως, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 15, Ἀγησ. 1, 37· περὶ τοῦ τύπου τούτου ἴδε Λοβ. Φρύν. 142. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 172.
Greek Monotonic
ὁμόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει την ίδια γνώμη, ομόγνωμος, Λατ. concors· επίρρ. -νόως, σε Ξεν.