ὄψανον
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
τό, (ὄψομαι) = ὄψις 1.3, A.Ch.534.
German (Pape)
[Seite 432] τό, = ὄψις, ἡ, das Gesicht, Aesch. Ch. 527.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vision, songe.
Étymologie: ὄψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὄψᾰνον: τό видение, призрак (μάταιον ὄ. Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄψᾰνον: τό, (ὄψομαι) = ὄψις, Αἰσχύλ. Χο. 530, Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ὄψᾰνον: τό (ὄψομαι), = ὄψις, θέα, σε Αισχύλ.