Ὄθρυς
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
υος, ἡ, Mt. Othrys in Thessaly, Hdt.7.129, Str.8.3.32, etc.; cf. ὄθρυν· Κρῆτες τὸ ὄρος, and ὀθρυόεν· τραχύ, ὑλῶδες, δασύ, κρημνῶδες, Hsch.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ) :
Othrys, mont. de Thessalie.
Greek Monolingual
η (Α Ὄθρυς, -υος)
μεγάλη οροσειρά της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας που την χωρίζει από τη Θεσσαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. Ὄθρυς αποτελεί άλλη μορφή της λ. ὀφρύς με εναλλαγή του -φ- σε -θ-. Κατ' άλλους όμως, η λ. συνδέεται με το τοπωνύμιο που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή oduru = οδρυς, όπου η εναλλαγή τών συμφώνων -δ- και -θ- είναι ενδεικτική δάνειας λέξης].
Greek Monotonic
Ὄθρυς: -υος, ὁ, το όρος Ὄθρυς στη Θεσσαλία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Ὄθρῡς: ῠος ὁ Отрий (горная цепь в южн. Фессалии) Her.
Frisk Etymological English
υος
Grammatical information: f.
Meaning: high chain of mountains in Thessaly (Hdt., Str.), also ὄθρυν Κρῆτες τὸ ὄρος H.
Derivatives: From it ὀθρυόεν τραχύ, ὑλῶδες, δασύ, κρημνῶδες H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. After Mahlow Neue Wege 497 for ὀφρῦς with variation θ : φ (cf. Schwyzer 302 f.). Worthless "Pelasgian" etymology by Carnoy Ant. class. 24, 20. Furnée 198 compares Myc. oduruwe, -wo (Ruijgh Etudes 185 n. 439). Anyhow, the name is no doubt Pre-Greek.
Middle Liddell
Ὄθρυς, υος, ὁ,
Mount Othrys in Thessaly, Hdt.
Frisk Etymology German
Ὄθρυς: -υος
{Óthrus}
Grammar: f.
Meaning: hohes Gebirge in Thessalien (Hdt., Str. u.a.), auch ὄθρυν· Κρῆτες τὸ ὄρος H.
Derivative: Davon ὀθρυόεν· τραχύ, ὑλῶδες, δασύ, κρημνῶδες H.
Etymology : Dunkel. Nach Mahlow Neue Wege 497 für ὀφρῦς mit Wechsel θ : φ (dazu Schwyzer 302 f.). Wertlose "pelasgische" Etymologie von Carnoy Ant. class. 24, 20.
Page 2,355