ὑαλοῦς

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλοῦς Medium diacritics: ὑαλοῦς Low diacritics: υαλούς Capitals: ΥΑΛΟΥΣ
Transliteration A: hyaloûs Transliteration B: hyalous Transliteration C: yaloys Beta Code: u(alou=s

English (LSJ)

v. ὑάλεος.

German (Pape)

[Seite 1168] ῆ, οῦν, zusammengezogen statt ὑάλεος, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

ὑαλοῦς: стяж. = ὑάλεος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλοῦς: ᾶ, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ ὑάλεος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και ὑελοῦς, -ῆ, -οῦν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, -έα, -ον, Α
1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.)
2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. -εος /-οῦς (πρβλ. χρύσ-εος / -οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. wea2reja, weareja].

Greek Monotonic

ὑᾰλοῦς: -ᾶ, -οῦν, συνηρ. αντί του ὑαλέος.