ὑπατμισμός
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
English (LSJ)
ὁ, vaporization, Id.3.23, Orib.Syn.9.53, Alex.Trall.1.16.
German (Pape)
[Seite 1184] ὁ, das Unterhalten und Räuchern, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπατμισμός: -οῦ, ὁ, τὸ ὑπατμίζεσθαι, αὐτόθι 23 (26).
Greek Monolingual
ὁ, Α ὑπατμίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ὑπατμίζω.
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw