ῥήσσω
English (LSJ)
A v. ῥήγνυμι.
II v. ῥάσσω. ῥῃστώνη, v. ῥᾳστώνη.
German (Pape)
[Seite 840] seltnere, mehr dichterische Nebenform von ῥήγνυμι (vgl. auch ῥάσσω); Hom. nur Il. 18, 571, ῥήσσοντες ἁμαρτῆ μολπ ῇ τε ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕπ οντο, von den Alten τύπτοντες erkl., den Boden stampfend, wie H. h. Apoll. 516, einzeln bei sp. D.., wie Ap. Rh. 1, 539; vgl. Ruhnken ep. crit. I. p. 26. Auch Strab., τὰς ἐσθῆτας ῥήττει καὶ διαξαίνει 11, 14, 8, ῥήττονται χαλκαῖ ὑδρίαι, sie bersten, 7, 3, 18.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
briser, rompre, déchirer ; abs. frapper le sol de ses pieds, danser;
NT: jeter violemment, lancer violemment.
Étymologie: R. Ϝραγ, briser ; v. ῥήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ῥήσσω: атт. ῥήττω
1 ударять: ῥήσσοντες ἁμαρτῇ (sc. ποσί) Hom. дружно топая ногами; ῥ. τύμπανα Anth. бить в бубны;
2 опрокидывать, повергать на землю (τινά NT).
Greek (Liddell-Scott)
ῥήσσω: σπανιώτερος τύπος τοῦ ῥήγνυμι.
English (Autenrieth)
(cf. ῥήγνῦμι): stamp, part., Il. 18.571†.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
και αττ. τ. ρήττω Α
ιων. τ. ρήγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. ῥηκ- του αορ. ἔρρηξα του ῥήγνυμι, με επίθημα -jω (ρήκ-jω > ρήσσω), πρβλ. πήγνυμι: πήσσω.
(II)
Α
ιων. τ. βλ. ῥάσσω.
Greek Monotonic
ῥήσσω: σπανιότερος τύπος του ῥήγνυμι.
Frisk Etymological English
See also: s. ῥήγνυμι.
Frisk Etymology German
ῥήσσω: {rhḗssō}
See also: s. ῥήγνυμι.
Page 2,653-654
Chinese
原文音譯:?»gnumi 雷格匿米
詞類次數:動詞(7)
原文字根:裂開
字義溯源:破裂*,裂開,破毀,打破,推翻,撞倒,摔倒,高聲,咬。參讀 (διαρήγνυμι / διαρήσσω / διαρρήγνυμι) (θραύω / θραυματίζω)同義字
同源字:1) (περιρήγνυμι)剝開 2) (προσρήγνυμι / προσρήσσω)衝向前 3) (ῥῆγμα)撕裂 4) (ῥάσσω / ῥήγνυμι / ῥήσσω)破裂
出現次數:總共(7);太(2);可(2);路(2);加(1)
譯字彙編:
1) 裂開(2) 太9:17; 可2:22;
2) 摔倒(2) 可9:18; 路9:42;
3) 會將⋯裂開(1) 路5:37;
4) 要高聲(1) 加4:27;
5) 咬(1) 太7:6
Léxico de magia
romper, destruir como acción de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε ... ὁ πάντα ῥήσσων καὶ μὴ νικώμενος te invoco a ti, el que todo lo destruyó sin ser vencido P XIV 19 σύ τ' Ἐρινύων μάστιγγος εὐψόφους ῥήσσεις tú rompes los fuertes látigos de las Erinias SM 42 22