ἀνταναμένω: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[esperar]], [[aguardar a su vez]] αὐτοὶ οὐκ ἀνταναμείναντες σαφῶς εἰδέναι εἰ ... Th.3.12. | |dgtxt=[[esperar]], [[aguardar a su vez]] αὐτοὶ οὐκ ἀνταναμείναντες σαφῶς εἰδέναι εἰ ... Th.3.12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνταναμένω]] (Α)<br />[[περιμένω]] να δω πώς θα εξελιχθεί μια [[κατάσταση]] [[χωρίς]] να [[παίρνω]] εν τω [[μεταξύ]] τα [[μέτρα]] μου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
A wait instead of taking active measures, c. inf., Th.3.12.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen erwarten, Thuc. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταναμένω: ἀναμένω ἀντὶ νὰ λάβω δραστήρια μέτρα, μετ’ ἀπαρ., Θουκ. 3. 12.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀνταναμείνας;
attendre de son côté.
Étymologie: ἀντί, ἀναμένω.
Spanish (DGE)
esperar, aguardar a su vez αὐτοὶ οὐκ ἀνταναμείναντες σαφῶς εἰδέναι εἰ ... Th.3.12.
Greek Monolingual
ἀνταναμένω (Α)
περιμένω να δω πώς θα εξελιχθεί μια κατάσταση χωρίς να παίρνω εν τω μεταξύ τα μέτρα μου.