ἄσθμα: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(3)
 
(6)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)/sqma
|Beta Code=a)/sqma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">short-drawn breath, panting</b>, ἄσθμα καὶ ἱδρώς <span class="bibl">Il. 15.241</span>; <b class="b3">ἀργαλέῳ ἄσθματι</b> ib.<span class="bibl">10</span>; ὑπ' ἄσθματος κενοί <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>484</span>; ἄσθματι στρευγόμενος <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>93</span>; ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατεῖν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 568d</span>, cf. <span class="bibl">556d</span>; as symptom of anger, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.27 W.; <b class="b2">death-rattle</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.74</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Medic., <b class="b2">asthma</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.22</span>(pl.), etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">breath, breathing</b>, <span class="bibl">Mosch.3.53</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>11.2</span>, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>36.3</span>; <b class="b2">blast</b>, ἀρκτῴοις ἄσθμασι <span class="title">AP</span>9.677 (Agath.); ἄ. φλογός <span class="bibl">Coluth.179</span>; κεραυνοῦ <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.2</span>. (On the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.522</span>.)</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">short-drawn breath, panting</b>, ἄσθμα καὶ ἱδρώς <span class="bibl">Il. 15.241</span>; <b class="b3">ἀργαλέῳ ἄσθματι</b> ib.<span class="bibl">10</span>; ὑπ' ἄσθματος κενοί <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>484</span>; ἄσθματι στρευγόμενος <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>93</span>; ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατεῖν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 568d</span>, cf. <span class="bibl">556d</span>; as symptom of anger, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.27 W.; <b class="b2">death-rattle</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.74</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Medic., <b class="b2">asthma</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.22</span>(pl.), etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">breath, breathing</b>, <span class="bibl">Mosch.3.53</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>11.2</span>, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>36.3</span>; <b class="b2">blast</b>, ἀρκτῴοις ἄσθμασι <span class="title">AP</span>9.677 (Agath.); ἄ. φλογός <span class="bibl">Coluth.179</span>; κεραυνοῦ <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.2</span>. (On the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.522</span>.)</span>
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἄσθμα]] και [[ἆσθμα]])<br /><b>ιατρ.</b> η [[ασθένεια]], το [[άσθμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πνοή]], η [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> η ισχυρή [[πνοή]], το δυνατό [[φύσημα]] (ζώου ή του ανέμου)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λαχάνιασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[επιθανάτιος]] [[ρόγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[άσθμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>άνσθμα</i>, που ανάγεται στην ΙΕ. [[ρίζα]] <i>an</i>(<i>∂</i>)- «[[φυσώ]], [[πνέω]]» του τ. [[άνεμος]]. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό [[επίθημα]] -<i>mņ</i>, το οποίο στην Ελληνική [[συχνά]] εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίθμα]]), ενώ το -<i>σ</i>- του τ. παραμένει ανεξήγητο (<b>[[πρβλ]].</b> [[ισθμός]]). Επίσης αμφισβητείται η [[ποσότητα]] του <i>α</i>- που παραδίδεται και ως μακρό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασθμαίνω]], [[ασθματικός]], [[ασθματώδης]]].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσθμα Medium diacritics: ἄσθμα Low diacritics: άσθμα Capitals: ΑΣΘΜΑ
Transliteration A: ásthma Transliteration B: asthma Transliteration C: asthma Beta Code: a)/sqma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A short-drawn breath, panting, ἄσθμα καὶ ἱδρώς Il. 15.241; ἀργαλέῳ ἄσθματι ib.10; ὑπ' ἄσθματος κενοί A.Pers.484; ἄσθματι στρευγόμενος Tim.Pers.93; ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατεῖν Pl.R. 568d, cf. 556d; as symptom of anger, Phld.Ir.p.27 W.; death-rattle, Pi.N.10.74.    II Medic., asthma, Hp.Aph.3.22(pl.), etc.    III breath, breathing, Mosch.3.53, Luc.DDeor.11.2, Philum.Ven.36.3; blast, ἀρκτῴοις ἄσθμασι AP9.677 (Agath.); ἄ. φλογός Coluth.179; κεραυνοῦ Nonn.D.1.2. (On the accent v. Hdn.Gr.1.522.)

Greek Monolingual

το (AM ἄσθμα και ἆσθμα)
ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα
αρχ.-μσν.
1. η πνοή, η αναπνοή
2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου)
αρχ.
1. το λαχάνιασμα
2. ο επιθανάτιος ρόγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα an()- «φυσώ, πνέω» του τ. άνεμος. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό επίθημα -, το οποίο στην Ελληνική συχνά εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (πρβλ. ίθμα), ενώ το -σ- του τ. παραμένει ανεξήγητο (πρβλ. ισθμός). Επίσης αμφισβητείται η ποσότητα του α- που παραδίδεται και ως μακρό.
ΠΑΡ. ασθμαίνω, ασθματικός, ασθματώδης].