ἀποπομπαῖος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(big3_6) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que debe ser alejado o conjurado]] νοσήματα Ph.1.238, θεοί Hsch.s.u. ἀποπομπαί<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[el que debe ser conjurado o despachado]] tal vez un demon del desierto, del hebr. <i>‘Azaz’el</i> ἕνα τῷ Κυρίῳ καὶ ... ἕνα τῷ ἀποπομπαίῳ (se sortearán dos machos cabríos) uno para el Señor, otro para el que debe ser alejado</i> LXX <i>Le</i>.16.8, cf. 10<br /><b class="num">•</b>en la exégesis bíblica τινες ... οἴονται τὸν ἕνα τῶν τράγων, ἀ. τινι καὶ ἀκαθάρτῳ δαίμονι δεδόσθαι Cyr.Al.M.69.585C, explicado alegórica o tipológicamente, Ph.1.498, 499, Iust.Phil.<i>Dial</i>.40.4, Thdt.<i>Qu.in Le</i>.22<br /><b class="num">•</b>[[emissarius]], <i>Gloss</i>.5.520, 561. | |dgtxt=-ον<br />[[que debe ser alejado o conjurado]] νοσήματα Ph.1.238, θεοί Hsch.s.u. ἀποπομπαί<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[el que debe ser conjurado o despachado]] tal vez un demon del desierto, del hebr. <i>‘Azaz’el</i> ἕνα τῷ Κυρίῳ καὶ ... ἕνα τῷ ἀποπομπαίῳ (se sortearán dos machos cabríos) uno para el Señor, otro para el que debe ser alejado</i> LXX <i>Le</i>.16.8, cf. 10<br /><b class="num">•</b>en la exégesis bíblica τινες ... οἴονται τὸν ἕνα τῶν τράγων, ἀ. τινι καὶ ἀκαθάρτῳ δαίμονι δεδόσθαι Cyr.Al.M.69.585C, explicado alegórica o tipológicamente, Ph.1.498, 499, Iust.Phil.<i>Dial</i>.40.4, Thdt.<i>Qu.in Le</i>.22<br /><b class="num">•</b>[[emissarius]], <i>Gloss</i>.5.520, 561. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἀποπομπαῑος, -α, -ον (Α) [[αποπομπή]]<br /><b>1.</b> ο [[αποδιοπομπαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που απομακρύνει το [[κακό]]<br /><b>3.</b> [[σιχαμερός]], [[βδελυρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A carrying away evil, of the scapegoat, LXX Le.16.8sq., Ph.1.338, al.; ἀ.θεοί Hsch. II to be cast out, abominable, Ph.1.238.
German (Pape)
[Seite 320] Unheil abwendend, θεοί VLL.; τράγος, der Sündenbock, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπομπαῖος: -α, -ον, ὁ ἀποπέμπων, ἀπομακρύνων τὸ κακόν, ὡς τὸ ἀλεξίκακος, ἀποτρόπαιος, ἐπὶ τοῦ ἀποπομπαίου τράγου τοῦ μὴ θυομένου, ἀλλ’ ἀποπεμπομένου εἰς τὴν ἔρημον, Ἑβδ. (Λευϊτ ις΄, 8 κἑξ.). ΙΙ. ἀπορριπτέος, βδελυρός, Φίλων 1. 238.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui renvoie au loin, càd qui écarte les fléaux ; fig. (bouc) émissaire.
Étymologie: ἀποπομπή.
Spanish (DGE)
-ον
que debe ser alejado o conjurado νοσήματα Ph.1.238, θεοί Hsch.s.u. ἀποπομπαί
•subst. ὁ ἀ. el que debe ser conjurado o despachado tal vez un demon del desierto, del hebr. ‘Azaz’el ἕνα τῷ Κυρίῳ καὶ ... ἕνα τῷ ἀποπομπαίῳ (se sortearán dos machos cabríos) uno para el Señor, otro para el que debe ser alejado LXX Le.16.8, cf. 10
•en la exégesis bíblica τινες ... οἴονται τὸν ἕνα τῶν τράγων, ἀ. τινι καὶ ἀκαθάρτῳ δαίμονι δεδόσθαι Cyr.Al.M.69.585C, explicado alegórica o tipológicamente, Ph.1.498, 499, Iust.Phil.Dial.40.4, Thdt.Qu.in Le.22
•emissarius, Gloss.5.520, 561.
Greek Monolingual
ἀποπομπαῑος, -α, -ον (Α) αποπομπή
1. ο αποδιοπομπαίος
2. αυτός που απομακρύνει το κακό
3. σιχαμερός, βδελυρός.