ἀμφίτριψ: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ιβος, ὁ<br />fig. [[experto en truhanerías]] ἄνδρας ὣς ἀμφιτρίβας como hombres engañadores</i> Archil.237, cf. Hsch. | |dgtxt=-ιβος, ὁ<br />fig. [[experto en truhanerías]] ἄνδρας ὣς ἀμφιτρίβας como hombres engañadores</i> Archil.237, cf. Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφίτριψ]] (-ιβος), ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τριμμένος]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[ευτελής]], [[κάθαρμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[περίτριμμα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ιβος, ὁ, (τρίβω)
A rubbed all round: metaph., like περίτριμμα, practised knave, Archil.124, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 145] = vor., Theogn. II. 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίτριψ: ιβος, ὁ, (τρίβω) ὁ ὁλόγυρα τριβόμενος ἢ τετριμμένος· μεταφ. ὡς τὸ περίτριμμα, ἐπί ἠσκημένου πανούργου, Θεογνώστ. Καν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 98, πρβλ. Ἡρωδιαν. αὐτόθι 3. 286, ὅστις ἀναφέρει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (121). Ἐντεῦθεν τὸ παρ’ Ἡσύχ., ἀμφίτριβα [ς] περιττῶς τετριμμένον διορθώθη ὑπὸ Δινδορφ. ἀμφίτριβας ... τετριμμένους.
Spanish (DGE)
-ιβος, ὁ
fig. experto en truhanerías ἄνδρας ὣς ἀμφιτρίβας como hombres engañadores Archil.237, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀμφίτριψ (-ιβος), ο (Α)
1. ο τριμμένος ολόγυρα
2. (για πρόσωπα) ευτελής, κάθαρμα (πρβλ. περίτριμμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τριψ < τρίβω.