γυναικόφρων: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γῠναικόφρων) -ον<br />[[que siente como las mujeres]] γ. γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ E.<i>Fr</i>.19.34M., καλλωπιστάς, γυναικόφρονας Procl.<i>Par.Ptol</i>.228. | |dgtxt=(γῠναικόφρων) -ον<br />[[que siente como las mujeres]] γ. γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ E.<i>Fr</i>.19.34M., καλλωπιστάς, γυναικόφρονας Procl.<i>Par.Ptol</i>.228. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γυναικόφρων]] (-όνος), -ον (Α)<br />αυτός που έχει γυναικείο [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρην]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άφρων]], [[δαΐφρων]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A of woman's mind, E.Fr.362.34.
German (Pape)
[Seite 511] von weibischer Gesinnung, Eur. frg.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικόφρων: -ον, ἔχων γυναικὸς φρόνημα ἢ νοῦν, Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 34.
Spanish (DGE)
(γῠναικόφρων) -ον
que siente como las mujeres γ. γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ E.Fr.19.34M., καλλωπιστάς, γυναικόφρονας Procl.Par.Ptol.228.
Greek Monolingual
γυναικόφρων (-όνος), -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικείο φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -φρων < φρην (πρβλ. άφρων, δαΐφρων)].