γονιμώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες [[fecundante]] λουτρά del Nilo, Orph.<i>H</i>.55.19. | |dgtxt=-ες [[fecundante]] λουτρά del Nilo, Orph.<i>H</i>.55.19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γονιμώδης]], -ες (Α)<br />[[καρποφόρος]], [[εύφορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A fruitful, Orph.H.55.19.
German (Pape)
[Seite 501] ες, fruchtbar, Αἰγύπτου λουτρά Orph. H. 55, 19.
Greek (Liddell-Scott)
γονιμώδης: -ες, (εἶδος) καρποφόρος, εὔφορος, Ὀρφ. Ὕμν. 54. 19.
Spanish (DGE)
-ες fecundante λουτρά del Nilo, Orph.H.55.19.
Greek Monolingual
γονιμώδης, -ες (Α)
καρποφόρος, εύφορος.