γεώρυχος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que escarba en la tierra]] λαγιδεῖς Str.3.2.6, ζῶον Hsch.s.u. σκάλοψ.
|dgtxt=-ον<br />[[que escarba en la tierra]] λαγιδεῖς Str.3.2.6, ζῶον Hsch.s.u. σκάλοψ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[γεωρύχος]], -ον)<br />([[κυρίως]] για [[τρωκτικά]] ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους [[μέσα]] σ' αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[ορύσσω]]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώρῠχος Medium diacritics: γεώρυχος Low diacritics: γεώρυχος Capitals: ΓΕΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: geṓrychos Transliteration B: geōrychos Transliteration C: georychos Beta Code: gew/ruxos

English (LSJ)

ον, (γῆ, ὀρύσσω)

   A burrowing, λαγιδεῖς Str.3.2.6, cf. Hsch. s.v. σκάλοψ:—fem. γεωρῠχίς, ἡ, mole, prob. cj. in Gloss. (pl.).

German (Pape)

[Seite 488] λαγιδεύς, unter der Erde sich Gänge grabend, die Erde umwühlend, Strab. III, 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui creuse la terre.
Étymologie: γῆ, ὀρύσσω.

Spanish (DGE)

-ον
que escarba en la tierra λαγιδεῖς Str.3.2.6, ζῶον Hsch.s.u. σκάλοψ.

Greek Monolingual

ο (Α γεωρύχος, -ον)
(κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + ορύσσω].