δίφθογγος: Difference between revisions
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de dos sonidos]], [[γραφή]] Tz.<i>H</i>.5.696.<br /><b class="num">2</b> gram., subst. ἡ δ. [[diptongo]] Demetr.<i>Eloc</i>.72, D.T.631.11, 639.14, A.D.<i>Adu</i>.128.8, Aristid.Quint.4.21, Priscian.<i>Inst</i>.2.11, Lyd.<i>Mag</i>.1.25, Sch.Er.<i>Il</i>.1.80c, 317b<br /><b class="num">•</b>tb. τὸ δ. Hdn.<i>Epim</i>.245. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de dos sonidos]], [[γραφή]] Tz.<i>H</i>.5.696.<br /><b class="num">2</b> gram., subst. ἡ δ. [[diptongo]] Demetr.<i>Eloc</i>.72, D.T.631.11, 639.14, A.D.<i>Adu</i>.128.8, Aristid.Quint.4.21, Priscian.<i>Inst</i>.2.11, Lyd.<i>Mag</i>.1.25, Sch.Er.<i>Il</i>.1.80c, 317b<br /><b class="num">•</b>tb. τὸ δ. Hdn.<i>Epim</i>.245. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[δίφθογγος]], -ον)<br />[[συμπροφορά]] δύο φωνηέντων σε μια [[συλλαβή]] ή, κατ' άλλους, ένα και το αυτό [[φωνήεν]] που μεταβάλλει [[ποιόν]] [[κατά]] την [[εμφάνιση]] του. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with two sounds, γραφή Tz.H.5.694: δίφθογγος, ἡ, diphthong, D.T.639.15, A.D.Adv.128.8, al.: later δίφθογγον, τό, Hdn.Epim.245.
German (Pape)
[Seite 645] doppellautend; ἡ δ., auch τὸ δ., Doppellauter, Gramm.; auch = mit einem Diphthong geschrieben, Bast zu Greg. Cor. p. 34.
Greek (Liddell-Scott)
δίφθογγος: -ον, δύο ἤχους ἢ φθόγγους ἔχων· δίφθογγος, ἡ, καὶ δίφθογγον, τό, ἡ δίφθογγος· ἐντεῦθεν διφθογγίζω, διφθογγογραφέω, γράφω διὰ διφθόγγου, Γραμμ., πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 85.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui a deux sons;
2 t. de gramm. qui consiste en un son double ; ἡ δίφθογγος (συλλαβή) diphtongue.
Étymologie: δίς, φθόγγος.
Spanish (DGE)
-ον
1 de dos sonidos, γραφή Tz.H.5.696.
2 gram., subst. ἡ δ. diptongo Demetr.Eloc.72, D.T.631.11, 639.14, A.D.Adu.128.8, Aristid.Quint.4.21, Priscian.Inst.2.11, Lyd.Mag.1.25, Sch.Er.Il.1.80c, 317b
•tb. τὸ δ. Hdn.Epim.245.
Greek Monolingual
η (AM δίφθογγος, -ον)
συμπροφορά δύο φωνηέντων σε μια συλλαβή ή, κατ' άλλους, ένα και το αυτό φωνήεν που μεταβάλλει ποιόν κατά την εμφάνιση του.