ἐννῆμαρ: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(big3_15)
(12)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. [[durante nueve días]] ἐ. μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο, τῇ δεκάτῃ ... <i>Il</i>.1.53, ἐ. ξείνισσε καὶ [[ἐννέα]] βοῦς ἱέρευσεν <i>Il</i>.6.174, ἐ. δ' ἐς τεῖχος ἵει ῥόον <i>Il</i>.12.25, ἐ. δὴ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν <i>Il</i>.24.107, cf. <i>Od</i>.7.253, ἐ. ... πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ <i>Od</i>.10.28<br /><b class="num">•</b>no incluyendo las noches Λητὼ δ' ἐ. τε καὶ [[ἐννέα]] νύκτας <i>h.Ap</i>.91, cf. <i>h.Cer</i>.47.
|dgtxt=adv. [[durante nueve días]] ἐ. μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο, τῇ δεκάτῃ ... <i>Il</i>.1.53, ἐ. ξείνισσε καὶ [[ἐννέα]] βοῦς ἱέρευσεν <i>Il</i>.6.174, ἐ. δ' ἐς τεῖχος ἵει ῥόον <i>Il</i>.12.25, ἐ. δὴ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν <i>Il</i>.24.107, cf. <i>Od</i>.7.253, ἐ. ... πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ <i>Od</i>.10.28<br /><b class="num">•</b>no incluyendo las noches Λητὼ δ' ἐ. τε καὶ [[ἐννέα]] νύκτας <i>h.Ap</i>.91, cf. <i>h.Cer</i>.47.
}}
{{grml
|mltxt=ἐννήμαρ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> επί [[εννέα]] ημέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εννέα]] <span style="color: red;">+</span> [[ήμαρ]] «[[ημέρα]]», με [[συναίρεση]] <i>ή</i>, κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> <i>ενF</i> [[ήμαρ]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ενF</i>- (<b>βλ.</b> [[εννέα]]) <span style="color: red;">+</span> [[ήμαρ]]].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννῆμαρ Medium diacritics: ἐννῆμαρ Low diacritics: εννήμαρ Capitals: ΕΝΝΗΜΑΡ
Transliteration A: ennē̂mar Transliteration B: ennēmar Transliteration C: ennimar Beta Code: e)nnh=mar

English (LSJ)

Ep. Adv.

   A for nine days, Il.1.53, al.

German (Pape)

[Seite 847] adv., neun Tage lang, Il. 1, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννῆμαρ: Ἐπικ. ἐπίρρ., ἐπὶ ἐννέα ἡμέρας, Ἰλ. Α. 53, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ ἐννέα ὡς ἱεροῦ ἀριθμοῦ, ἴδε ἐν λ. ἐννέα.

French (Bailly abrégé)

adv.
pendant neuf jours.
Étymologie: ἐννέα, ἦμαρ.

English (Autenrieth)

nine days long.

Spanish (DGE)

adv. durante nueve días ἐ. μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο, τῇ δεκάτῃ ... Il.1.53, ἐ. ξείνισσε καὶ ἐννέα βοῦς ἱέρευσεν Il.6.174, ἐ. δ' ἐς τεῖχος ἵει ῥόον Il.12.25, ἐ. δὴ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν Il.24.107, cf. Od.7.253, ἐ. ... πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ Od.10.28
no incluyendo las noches Λητὼ δ' ἐ. τε καὶ ἐννέα νύκτας h.Ap.91, cf. h.Cer.47.

Greek Monolingual

ἐννήμαρ (Α)
επίρρ. επί εννέα ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ήμαρ «ημέρα», με συναίρεση ή, κατ' άλλους, < ενF ήμαρ < θ. ενF- (βλ. εννέα) + ήμαρ].