ἑσπέριος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(Autenrieth) |
(14) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ϝέσπερος): in the [[evening]], Il. 21.560, Od. 9.336; of the West, Od. 8.29. | |auten=(ϝέσπερος): in the [[evening]], Il. 21.560, Od. 9.336; of the West, Od. 8.29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ἑσπέριος]], -ία, -ον και -ος, -ον) [[εσπέρα]]<br /><b>1.</b> ο [[βραδινός]], ο [[εσπερινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται δυτικά, ο [[δυτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἑσπερία]]<br />η [[χώρα]] που βρίσκεται δυτικά της Ελλάδας, η δυτική [[Ευρώπη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[εσπερία]] α) <b>ζωολ.</b><br />[[γένος]] σπόγγων της οικογένειας τών δεσμακιδονιδών<br />β) <b>εντομολ.</b><br />[[γένος]] λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας τών εσπεριδών. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, and ος, ον E.HF 395 (lyr.): (ἕσπερος): I of Time, towards evening, Hom., esp. in Od., usu. with Verbs, ἑ. δ' εἰς ἄστυ..κάτειμι Od.15.505 ; ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει 2.385 ; ἀπονέεσθαι ἑ. 9.452 ; ἑ. φλέγεν Pi.N.6.38 ; ἑσπερίῃσι (sc. ὥραις) at eventide, Opp.C.1.138, cf. Man.2.422 ; ἄχρι ἑσπερίου (sc. χρόνου) Arist.HA619b21 (v. ἀκρέσπερος); ἑ. ἀοιδαί songs sung at even, Pi.P.3.19 : in late Prose, ἑσπέριος [γένεσις] Vett.Val. 72.21. II of Place, western, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑ. ἀνθρώπων Od.8.29, cf. E.l.c. ; ἔριφοι Theoc.7.53 ; ἅλς Arat.407, cf. Call.Fr.443 ; τὰ ἑ. the western parts, Th.6.2, Plu.Ant.30 ; ἀφ' ἑσπερίης (sc. χώρης) from the west, IG14.1020. III Ἑσπέριος, ὁ,=Ἕσπερος, the star, Gal. 17(1).16. (ϝεσπ-, cf. ϝεσπάριοι, of the Western Locrians, IG9(1).334 (v B. C.), Lat. vesper.)
German (Pape)
[Seite 1043] auch 2 Endgn, wie Eur. Herc. f. 395, Strab. III, 150 u. a. Sp.; abendlich, ἀοιδαί Pind. P. 3, 19; ἑσπέριος ἦλθεν, zu Abend, Abends kam er, Od. 9, 336. 15, 505; ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει, er ließ sie Abends zusammenkommen, 2, 385; ἑσπέριος φλέγεν Pind. N. 6, 39; ἀνατολαί Plat. Tim. Locr. 96 e; sp. D., wie ἑσπέριος κεῖνός γε τελεῖ τά κεν ἦρι νοήσῃ Callim. Iov. 87. – Von der Himmelsgegend, westlich, ἠὲ πρὸς ήοίων ἢ ἑσπ ερίων ἀνθρώπων Od. 8, 29; Eur. Herc. Fur. 395; ἡ ἑσπερία θάλασσα u. ä., Sp.; τὰ ἑσπέρια, die Westgegend, Plut. Ant. 30; der Westen, Luc. Hermot. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσπέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 395· (ἕσπερος)· ἀντίθ. τῷ ἡοῖος, ἑῷος· Ι. ἐπὶ χρόνου, πρὸς ἑσπέραν, κατὰ τὸ βράδυ, τὴν ἑσπέραν, Ὅμ., ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ ῥήματος, ἑσπέριος δ’ εἰς ἄστυ... κάτειμι Ὀδ. Ο. 505· ἑσπέριος ἦλθεν Ι. 336· ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει Β. 385· ἀπονέεσθαι ἑσπ. Ι. 452, πρβλ. Β. 357, Ξ. 344· ἑσπ. φλέγεν Πινδ. Ν. 6. 66: _ ἑσπερίῃσι (δηλ. ὥραις), κατὰ τὰς ἑσπερινὰς ὥρας, Ὀππ. Κυν. 1. 138, Μανέθων 2. 422· ἄχρι ἑσπερίου (ἐξυπ. χρόνου) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 1· - περὶ τοῦ ἑσπ. ἀοιδαί, ἴδε ἐν λέξ. ὑποκουρίζομαι. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, ὁ πρὸς δυσμάς, δυτικός, Λατ. occidentalis, πρὸς... ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Η. 29, πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔριφοι Θεόκρ. 7. 53· ἃλς Ἄρατ. 407, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 443· τὰ ἑσπ., τὰ δυσμικὰ μέρη, Θουκ. 6. 2, Πλούτ. Ἀντών. 30· ἀφ’ ἑσπερίης (ἐξυπακ. χώρης), ἐκ δυσμῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6012c.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 du soir, qui a lieu ou se produit le soir, qui fait qch le soir;
2 de la région du couchant, occidental ; τὰ ἑσπέρια les pays situés à l’ouest, le couchant, l’occident, l’ouest.
Étymologie: ἕσπερος.
English (Autenrieth)
(ϝέσπερος): in the evening, Il. 21.560, Od. 9.336; of the West, Od. 8.29.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ἑσπέριος, -ία, -ον και -ος, -ον) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπερινός
2. αυτός που βρίσκεται δυτικά, ο δυτικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑσπερία
η χώρα που βρίσκεται δυτικά της Ελλάδας, η δυτική Ευρώπη
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η εσπερία α) ζωολ.
γένος σπόγγων της οικογένειας τών δεσμακιδονιδών
β) εντομολ.
γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας τών εσπεριδών.