εὐώψ: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εὐῶπος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> agréable à voir;<br /><b>2</b> agréable <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὤψ]].
|btext=εὐῶπος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> agréable à voir;<br /><b>2</b> agréable <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὤψ]].
}}
{{grml
|mltxt=εὐὼψ, -ῶπος, ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία μάτια, που [[είναι]] [[ωραίος]] στην όψη («εὐῶπα παρειάν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιθυμητός]], [[ευτυχής]], [[ευμενής]] («εὐῶπα ἀλκᾶν» — ευμενή [[βοήθεια]], <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i> «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωπ</i> της ρίζας <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>, <i>όψομαι</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώψ Medium diacritics: εὐώψ Low diacritics: ευώψ Capitals: ΕΥΩΨ
Transliteration A: euṓps Transliteration B: euōps Transliteration C: evops Beta Code: eu)w/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ)

   A fair-eyed or fair to look on, παρειά S.Ant.530 (anap.); εὐῶπα πέμψον ἀλκάν send goodly aid, Id.OT189(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1112] ῶπος, = εὐωπής, übh. schön; παρειά Soph. Ant. 526, wie κόραι Lycophr. 23; εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, schöne, glückliche, Soph. O. R. 189 ch.

Greek (Liddell-Scott)

εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ καλὸς τὴν ὄψιν, παρειὰ Σοφ. Ἀντ. 530· εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, πέμψον καλὴν βοήθειαν, (ἀλλ’ ὁ Λοβέκ., θύγατερ Διὸς εὐῶπι, πέμψον ἀλκὰν) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 189· πρβλ. εὐῶπις.

French (Bailly abrégé)

εὐῶπος (ὁ, ἡ)
1 agréable à voir;
2 agréable en gén.
Étymologie: εὖ, ὤψ.

Greek Monolingual

εὐὼψ, -ῶπος, ο, η (Α)
1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.)
2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» — ευμενή βοήθεια, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωψ (< ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα, όψομαι)].