ἑψία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται → being tattooed is esteemed a mark of nobility

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> entretien familier;<br /><b>2</b> amusement, badinage.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔπος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> entretien familier;<br /><b>2</b> amusement, badinage.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔπος]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑψία]], ἡ (Μ) [[ἕψω]]<br />[[μαγείρεμα]], [[βράσιμο]], [[ψήσιμο]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἑψία]] και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[παιχνίδι]] που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[παιχνίδι]], [[παιδιά]], [[ψυχαγωγία]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) <i>τὰ ἔψια</i><br />«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»<br /><b>4.</b> (στον <b>Ησύχ.</b>) «ἕψεια<br />παίγνια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παρ. του <i>ἑψιῶμαι</i>].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑψία Medium diacritics: ἑψία Low diacritics: εψία Capitals: ΕΨΙΑ
Transliteration A: hepsía Transliteration B: hepsia Transliteration C: epsia Beta Code: e(yi/a

English (LSJ)

[ῐ], Ion. -ιη, ἡ,

   A amusement, S.Fr.3; plaything, Nic.Th.880: pl., ἔψια, τά, EM406.8; ἕψεια, Hsch. (Etym. uncertain: derived by Hsch. from ἕπρμαι, by EM from ἔπος. The connexion with Lat. jocus is doubtful.)

German (Pape)

[Seite 1132] ἡ, ion. ἑψίη, auch ἑψιά u. nach den alten Grammatikern ἐψία geschrieben,.Soph. frg. 4; bei Hesych., der es von ἕπομαι ableitet, ὁμιλία erkl. Bei Nic. Al. 880, σπέρμ' ὀλοὸν κνίδης, ἥθ' ἑψίη ἔπλετο κούροις, ist es = Scherz, Spiel.

Greek (Liddell-Scott)

ἑψία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) παιγνίδιον ὅπερ ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: καθόλου, παιδιά, παιγνίδιον, Νικ. Θ. 880· «ἑψία· γέλως, παιδιά, χλεύη, ἔφοδος· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. ὁμιλία. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. τύπος ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 entretien familier;
2 amusement, badinage.
Étymologie: cf. ἔπος.

Greek Monolingual

(I)
ἑψία, ἡ (Μ) ἕψω
μαγείρεμα, βράσιμο, ψήσιμο.———————— (II)
ἑψία και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)
1. παιχνίδι που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια
2. γεν. παιχνίδι, παιδιά, ψυχαγωγία, διασκέδαση
3. (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) τὰ ἔψια
«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»
4. (στον Ησύχ.) «ἕψεια
παίγνια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ἑψιῶμαι].