ἡλιώτης: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />solaire ; [[οἱ]] Ἡλιῶται LUC les habitants du soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />solaire ; [[οἱ]] Ἡλιῶται LUC les habitants du soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡλιώτης]], ὁ, θηλ. [[ἡλιῶτις]], ποιητ. τ. θηλ. [[ἠελιῶτις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν' ἐς ἡλιῶτιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (αρσ. πληθ.) <i>οἱ ἡλιῶται</i><br />οι κάτοικοι του ήλιου<br /><b>3.</b> <b>θηλ.</b> <i>ἡ [[ἡλιῶτις]]<br />ιωνική [[ονομασία]] της αυγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νησι</i>-<i>ώτης</i>, <i>πατρι</i>-<i>ώτης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απηλιώτης]]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλῐώτης Medium diacritics: ἡλιώτης Low diacritics: ηλιώτης Capitals: ΗΛΙΩΤΗΣ
Transliteration A: hēliṓtēs Transliteration B: hēliōtēs Transliteration C: iliotis Beta Code: h(liw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. ἡλῐ-ῶτις, poet. ἠελιῶτις, ιδος, (ἥλιος)

   A of the sun, ἀκτῖν' ἐς ἡλιῶτιν S.Tr.697; ἠελιῶτις αἴγλη AP7.601 (Jul.Aeg.); αὐγαί Paul.Al.M.3; οἱ ἡλιῶται the inhabitants of the sun, Luc.VH1.17.    II ἡλιῶτις, ἡ, Ion. name for the dawn, EM440.55.

German (Pape)

[Seite 1163] ὁ, von der Sonne kommend, sie betreffend, von E. M. nur gebildet wegen ἀφηλιώτης. Bei Luc. V. H. 1, 17 Sonnenbewohner.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος· (ἥλιος)· ― ἀνήκων εἰς τὸν ἥλιον, ἀκτῖν’ ἐς ἡλιῶτιν Σοφ. Τρ. 697· ἡελιῶτις αἴγλη Ἀνθ. Π. 7. 601· οἱ ἡλιῶται, οἱ τοῦ ἡλίου κάτοικοι, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 17. ΙΙ. ἡλιῶτις, ἡ, Ἰων. ὄνομα τῆς σελήνης, ὡς θηλ. τοῦ ἥλιος, Ἐν. τῇ πόλει Κάρραις ὁ ἥλιος ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ ὄνομα Lunus, ὅπερ ἀρσεν. τοῦ Luna.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
solaire ; οἱ Ἡλιῶται LUC les habitants du soleil.
Étymologie: ἥλιος.

Greek Monolingual

ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν' ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.)
2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται
οι κάτοικοι του ήλιου
3. θηλ. ἡλιῶτις
ιωνική ονομασία της αυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωτης (πρβλ. νησι-ώτης, πατρι-ώτης).
ΣΥΝΘ. απηλιώτης].