ζωστός: Difference between revisions

16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />serré autour du corps.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζώννυμι]].
|btext=ή, όν :<br />serré autour du corps.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζώννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωστός]], -ή, -όν)<br />ο ζωσμένος («ζωστό [[ξίφος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) <i>ἡ ζωστή</i><br />[[τίτλος]] και [[αξίωμα]] τών δεσποινών της βασιλικής αυλής τών οποίων [[έργο]] ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη [[βασίλισσα]], η [[κοσμήτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. σε -<i>τός</i> του ρ. [[ζώννυμι]] που αντιστοιχεί στο αβεστ. <i>y</i><i>ā</i>-<i>sta</i>-, λιθ. <i>juostas</i> και ανάγεται σε IE <i>i</i><i>ō</i><i>s</i>-<i>tos</i> «ζωσμένος»].
}}
}}