εὐαρίθμητος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à compter, peu nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀριθμέω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à compter, peu nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀριθμέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐαρίθμητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αριθμείται εύκολα<br /><b>2.</b> ο [[ολιγάριθμος]], αυτός που [[είναι]] [[μικρός]] [[κατά]] τον αριθμό («τὸ [[πλῆθος]] οὐκ εὐαρίθμητον ἦν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αριθμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αριθμώ]])].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰρίθμητος Medium diacritics: εὐαρίθμητος Low diacritics: ευαρίθμητος Capitals: ΕΥΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: euaríthmētos Transliteration B: euarithmētos Transliteration C: evarithmitos Beta Code: eu)ari/qmhtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to count, i.e. few in number, Hp.Acut.3, Pl. Ap.40d, Smp.179c; τὸ πλῆθος οὐκ εὐ. ἦν J.AJ2.15.1; ὀλίγα καὶ εὐ. Jul.Or.3.102c.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu zählen, also wenig an Zahl, Plat. Conv. 179 c; Xen. Hipp. 5, 5 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰρίθμητος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀριθμούμενος, δηλ. ὀλίγος τὸν ἀριθμόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Πλάτ. Ἀπολ. 40D, Συμπ. 179C· παρὰ Βυζ., εὐάριθμος, ον, Νικήτ. Χων. σ. 350C, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à compter, peu nombreux.
Étymologie: εὖ, ἀριθμέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐαρίθμητος, -ον)
1. αυτός που αριθμείται εύκολα
2. ο ολιγάριθμος, αυτός που είναι μικρός κατά τον αριθμό («τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμητός (< αριθμώ)].