θρᾶνος: Difference between revisions
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />siège, banc, escabeau.<br />'''Étymologie:''' R. Θραν, cf. [[θρόνος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />siège, banc, escabeau.<br />'''Étymologie:''' R. Θραν, cf. [[θρόνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=θρᾱνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθισμα]], [[εδώλιο]]<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] αποπάτου<br /><b>3.</b> ξύλινο [[δοκάρι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[θράνος]] τοῡ νεώ» — η [[τοιχοποιία]] της κορυφής του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhre</i><i>ә</i><sub>2</sub>- «[[κρατώ]], [[στηρίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νο</i>-, -<i>νυ</i>- (για τον παράλληλο τ. [[θρῆνυς]]). Συνδέεται με τον αόρ. <i>θρή</i>-<i>σασθαι</i> με σημ. «[[κάθομαι]]», αν και η αρχική σημ. [[πρέπει]] να ήταν «στηρίζομαι», δεδομένου ότι οι λέξεις ανάγονται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με το [[θρόνος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρανίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρανεύομαι]], [[θρανίας]], [[θρανίς]], [[θρανίτης]], [[θρανύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (θράομαι)
A bench, form, Ar.Pl.545 (gen. θράνους codd., θράνου Poll.). 2 close-stool, Hp. ap. Gal.19.104. II Archit., 1 wooden beam, ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους ἐνδήσει θράνοις IG22.463.75; θράνους ἐπιθήσει διανεκεῖς, of beams supporting floors, ib.1668.81, cf. 1672.208. 2 ὁ θ. τοῦ νεώ the top course of masonry in a temple, ib.11(2).161A49 (Delos, iii B.C.); θ. ποικίλος PCair.Zen.445.5(iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1215] ὁ (verwandt mit θρόνος, θρῆνυς), Sitz, Bank, Schemel, VLL. δίφρος; Ar. Plut. 545, wo θράνους f. L. für θράνου, wird es vom Schol. ὑποπόδιον erkl. – a) Gerberbank, Poll. 1, 87, vgl. θρανεύω. – b) die Ruderbank, bes. die oberste der Reihen Ruderbänke auf den Trieren, der Sitz der θρανῖται. – c) der Nachtstuhl, Abtritt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾶνος: ὁ, (θράω) θρανίον, κάθισμα, Ἀριστοφ. Πλ. 545 (ἔνθα ἀναγνωστέον θράνου, ἀντὶ θράνους). 2) δίφρος ἀφοδευτικὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. θρᾶνοι, οἱ, «τὰ ξύλα τὰ κατακλείοντα τοὺς πλινθίνους τοίχους» Πολυδ. Ι΄, 49 (ἔνθα νῦν γράφεται: ἐπίθρανοι).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
siège, banc, escabeau.
Étymologie: R. Θραν, cf. θρόνος.
Greek Monolingual
θρᾱνος, ὁ (Α)
1. κάθισμα, εδώλιο
2. κάθισμα αποπάτου
3. ξύλινο δοκάρι
4. φρ. «ὁ θράνος τοῡ νεώ» — η τοιχοποιία της κορυφής του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα dhreә2- «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα -νο-, -νυ- (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον αόρ. θρή-σασθαι με σημ. «κάθομαι», αν και η αρχική σημ. πρέπει να ήταν «στηρίζομαι», δεδομένου ότι οι λέξεις ανάγονται στην ίδια ρίζα με το θρόνος.
ΠΑΡ. θρανίο(ν)
αρχ.
θρανεύομαι, θρανίας, θρανίς, θρανίτης, θρανύσσω.