κακορρήμων: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui annonce des malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ῥῆμα]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui annonce des malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ῥῆμα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακορρήμων]], -όρρημον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λέγει το [[κακό]], που προμηνύει το [[κακό]], [[δυσοίωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κακορρήμων]]<br />[[ευτελής]] [[ρήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόρρημον</i><br />η [[κακορρημοσύνη]]·. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακορρημόνως</i> (Α)<br />με κακορρήμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (θ. -<i>ρη</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[ρήμα]], [[ρητός]] του [[εἴρω]] «[[λέγω]], [[δηλώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρο</i>-<i>ρρήμων</i>, <i>ευθυ</i>-<i>ρρήμων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ῥῆμα)
A telling of ill, ill-omened, A.Ag.1155 (lyr.). 2 a poor speaker, D.C.77.11. II τὸ κ., = foreg., Suid.s.v. Ἀρχίλοχος. Adv. -όνως Poll.8.81.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui annonce des malheurs.
Étymologie: κακός, ῥῆμα.
Greek Monolingual
κακορρήμων, -όρρημον (Α)
1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακορρήμων
ευτελής ρήτωρ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον
η κακορρημοσύνη·.
επίρρ...
κακορρημόνως (Α)
με κακορρήμονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρήμων (θ. -ρη-, πρβλ. ρήμα, ρητός του εἴρω «λέγω, δηλώνω»), πρβλ. αισχρο-ρρήμων, ευθυ-ρρήμων].