καθυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
(6_1)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυφαίνω''': [[ἐνυφαίνω]], [[συνυφαίνω]], Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΗ΄, 17)· - Παθ., εἶμαι ἐνυφασμένος, [[αὐτόθι]] (Ἰουδὴθ Κ΄, 21)· χρυσῷ καὶ ἄνθεσι Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 7.
|lstext='''καθυφαίνω''': [[ἐνυφαίνω]], [[συνυφαίνω]], Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΗ΄, 17)· - Παθ., εἶμαι ἐνυφασμένος, [[αὐτόθι]] (Ἰουδὴθ Κ΄, 21)· χρυσῷ καὶ ἄνθεσι Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθυφαίνω]] (AM)<br />[[ενυφαίνω]], [[παρεμβάλλω]], [[υφαίνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συναρμολογώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὑφαίνω]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθῠφαίνω Medium diacritics: καθυφαίνω Low diacritics: καθυφαίνω Capitals: ΚΑΘΥΦΑΙΝΩ
Transliteration A: kathyphaínō Transliteration B: kathyphainō Transliteration C: kathyfaino Beta Code: kaqufai/nw

English (LSJ)

   A interweave, weave in, LXXEx.28.17:—Med., aor. 1 part. καθυφηνάμενος Lyr.Alex.Adesp.10.15:—Pass., to be inwoven, LXXJu.10.21.

German (Pape)

[Seite 1290] einweben, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

καθυφαίνω: ἐνυφαίνω, συνυφαίνω, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΗ΄, 17)· - Παθ., εἶμαι ἐνυφασμένος, αὐτόθι (Ἰουδὴθ Κ΄, 21)· χρυσῷ καὶ ἄνθεσι Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 7.

Greek Monolingual

καθυφαίνω (AM)
ενυφαίνω, παρεμβάλλω, υφαίνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
μσν.
συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑφαίνω.