ἴπτομαι: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(Autenrieth) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=fut. [[ἴψεται]], aor. 2 [[sing]]. [[ἴψαο]]: [[smite]], [[chastise]], [[afflict]]; said of gods and kings, Il. 1.454, Il. 2.193. | |auten=fut. [[ἴψεται]], aor. 2 [[sing]]. [[ἴψαο]]: [[smite]], [[chastise]], [[afflict]]; said of gods and kings, Il. 1.454, Il. 2.193. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἴπτομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]] («μέγα δ' [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζημιώνω]]<br /><b>3.</b> (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον <b>Ησύχ.</b>) <i>ίπτω</i><br />[[βλάπτω]]<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ἴπτομαι]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἴπ</i>- του [[ἶπος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]», του οποίου μαρτυρείται β' εν. ένσιγμου αορ. [[ἴψαο]] και μέλλ. <i>ἴψεται στον</i> Όμηρο]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. ἴψομαι: aor. 1 ἰψάμην:—
A press hard, oppress, μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Il.1.454, 16.237; τάχα δ' ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν 2.193: generally, hurt, harm, σὺ τόνδε μηρὸν ἴψω; Theoc.Adon.19, cf. Str. 8.6.7:—Act., ἴπτω, = βλάπτω, only in EM481.3; ἶψαι, ἴψας, Hsch. (Perh. related to ἰάπτω (B) or to ἶπος.)
Greek (Liddell-Scott)
ἴπτομαι: μέλλ. ἴψομαι: - ἀποθ., πιέζω ἰσχυρῶς, καταπιέζω, μέγα ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Α. 454, Π. 237· τάχα ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν Β. 193· καθόλου, ἐπιφέρω βλάβην, βλάπτω, Θεόκρ. 30. 19, πρβλ. Στράβ. 370. - ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει τοὺς ἐνερ. τύπους, ἶψαι, ἴψας (Ἡ ῥίζα εἶναι ΙΠ, ἶπος, ἰπόω, κτλ.)
French (Bailly abrégé)
f. ἴψομαι, ao. ἰψάμην;
1 presser, accabler;
2 blesser, endommager.
Étymologie: cf. ἰπόω.
English (Autenrieth)
fut. ἴψεται, aor. 2 sing. ἴψαο: smite, chastise, afflict; said of gods and kings, Il. 1.454, Il. 2.193.
Greek Monolingual
ἴπτομαι (Α)
1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω («μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. ζημιώνω
3. (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον Ησύχ.) ίπτω
βλάπτω
4. χτυπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ἴπτομαι < θ. ἴπ- του ἶπος «βάρος, φορτίο», του οποίου μαρτυρείται β' εν. ένσιγμου αορ. ἴψαο και μέλλ. ἴψεται στον Όμηρο].