Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοφωνία: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_10)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοφωνία''': ἡ, κακὸς [[ἦχος]] φωνῆς, ἐπὶ λέξεων κακοήχων, «Τύρταμος δ’ ἐκαλεῖτο [[ἔμπροσθεν]] ὁ Θεόφραστος, μετωνόμασε δ’ αὐτὸν ὁ Ἀριστοτέλης Θεόφραστον... φεύγων τὴν τοῦ προτέρου ὀνόματος κακοφωνίαν» Στράβ. 618· κακοηχία προερχομένη ἐκ τῆς τοποθετήσεως τῶν λέξεων ἐν τῷ λόγῳ, Δημήτρ. Φαληρ. 255 (Ρήτορ. (Walz) τ. 9. 106).
|lstext='''κακοφωνία''': ἡ, κακὸς [[ἦχος]] φωνῆς, ἐπὶ λέξεων κακοήχων, «Τύρταμος δ’ ἐκαλεῖτο [[ἔμπροσθεν]] ὁ Θεόφραστος, μετωνόμασε δ’ αὐτὸν ὁ Ἀριστοτέλης Θεόφραστον... φεύγων τὴν τοῦ προτέρου ὀνόματος κακοφωνίαν» Στράβ. 618· κακοηχία προερχομένη ἐκ τῆς τοποθετήσεως τῶν λέξεων ἐν τῷ λόγῳ, Δημήτρ. Φαληρ. 255 (Ρήτορ. (Walz) τ. 9. 106).
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κακοφωνία]]) [[κακόφωνος]]<br />κακή [[φωνή]], κακή [[προφορά]], [[χασμωδία]], [[παρατονία]], [[παραφωνία]], [[φάλτσο]], [[φαλτσάρισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για κακόηχα ονόματα ή λέξεις) [[κακός]] [[ήχος]] φωνής, το να ηχεί [[κακώς]], το να ακούγεται άσχημα, δυσάρεστα<br /><b>2.</b> κακοηχία που προέρχεται από τη [[θέση]] τών λέξεων στον λόγο.
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοφωνία Medium diacritics: κακοφωνία Low diacritics: κακοφωνία Capitals: ΚΑΚΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: kakophōnía Transliteration B: kakophōnia Transliteration C: kakofonia Beta Code: kakofwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ill-sound, of a name, Str.13.2.4; cacophony, Demetr. Eloc.255, A.D.Conj.228.20; opp. εὐφωνία, Phld.Po.Herc.994.23: dist. fr. δυσφωνία, Gal.7.59.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, üble Stimme, Mißklang; ἡ τοῦ ὀνόματος κακ. Strab. XIII p. 618; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφωνία: ἡ, κακὸς ἦχος φωνῆς, ἐπὶ λέξεων κακοήχων, «Τύρταμος δ’ ἐκαλεῖτο ἔμπροσθεν ὁ Θεόφραστος, μετωνόμασε δ’ αὐτὸν ὁ Ἀριστοτέλης Θεόφραστον... φεύγων τὴν τοῦ προτέρου ὀνόματος κακοφωνίαν» Στράβ. 618· κακοηχία προερχομένη ἐκ τῆς τοποθετήσεως τῶν λέξεων ἐν τῷ λόγῳ, Δημήτρ. Φαληρ. 255 (Ρήτορ. (Walz) τ. 9. 106).

Greek Monolingual

η (AM κακοφωνία) κακόφωνος
κακή φωνή, κακή προφορά, χασμωδία, παρατονία, παραφωνία, φάλτσο, φαλτσάρισμα
αρχ.
1. (για κακόηχα ονόματα ή λέξεις) κακός ήχος φωνής, το να ηχεί κακώς, το να ακούγεται άσχημα, δυσάρεστα
2. κακοηχία που προέρχεται από τη θέση τών λέξεων στον λόγο.