κακηπελία: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκηπελία''': ἡ, κακὴ [[κατάστασις]], ἀντίθετον τῷ [[εὐηπελία]], Νικ. Θηρ. 319. | |lstext='''κᾰκηπελία''': ἡ, κακὴ [[κατάστασις]], ἀντίθετον τῷ [[εὐηπελία]], Νικ. Θηρ. 319. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακηπελία]] και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)<br />η κακή [[κατάσταση]] υγείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακήπελος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέλομαι]] «[[είμαι]], [[γίνομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>ηπελία</i>). Για το -<i>η</i>- του τ. <b>βλ.</b> [[κακηπελέων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. κακηπελίη, ἡ,
A evil plight, opp. εὐηπελία, Id.Th.319, Doroth. ap. Heph.Astr.3.36.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, das Uebelbefinden, Nic. Th. 319, Ggstz εὐηπελία.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκηπελία: ἡ, κακὴ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ εὐηπελία, Νικ. Θηρ. 319.
Greek Monolingual
κακηπελία και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)
η κακή κατάσταση υγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακήπελος < κακ(ο)- + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» (πρβλ. ευ-ηπελία). Για το -η- του τ. βλ. κακηπελέων.