ἐπιμυκτηρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6_5)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμυκτηρίζω''': ἀνυψῶ τοὺς μυκτῆρας [[ἐναντίον]] τινός, ἢ [[ἐξάγω]] ἦχόν τινα ἐκ τῶν μυκτήρων πρὸς ἐμπαιγμόν τινος, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 37. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπέμυξαν· ἐπεμυκτήρισαν….».
|lstext='''ἐπιμυκτηρίζω''': ἀνυψῶ τοὺς μυκτῆρας [[ἐναντίον]] τινός, ἢ [[ἐξάγω]] ἦχόν τινα ἐκ τῶν μυκτήρων πρὸς ἐμπαιγμόν τινος, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 37. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπέμυξαν· ἐπεμυκτήρισαν….».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμυκτηρίζω]] (Α)<br />[[φυσώ]] τη [[μύτη]] μου για να εμπαίξω κάποιον, [[χλευάζω]] («οἱ δὲ [[πάλιν]] ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μυκτηρίζω]] «[[χλευάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[μυκτήρ]] «[[ρουθούνι]]» <span style="color: red;"><</span> [[μύσσομαι]] «[[φυσώ]] τη [[μύτη]] μου»)].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμυκτηρίζω Medium diacritics: ἐπιμυκτηρίζω Low diacritics: επιμυκτηρίζω Capitals: ΕΠΙΜΥΚΤΗΡΙΖΩ
Transliteration A: epimyktērízō Transliteration B: epimyktērizō Transliteration C: epimyktirizo Beta Code: e)pimukthri/zw

English (LSJ)

   A turn up the nose, mock at, Men.562.4.

German (Pape)

[Seite 964] dabei die Nase rümpfen, verhöhnen, Menand. bei Plut. qua quis rat. se ipse laud. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμυκτηρίζω: ἀνυψῶ τοὺς μυκτῆρας ἐναντίον τινός, ἢ ἐξάγω ἦχόν τινα ἐκ τῶν μυκτήρων πρὸς ἐμπαιγμόν τινος, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 37. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπέμυξαν· ἐπεμυκτήρισαν….».

Greek Monolingual

ἐπιμυκτηρίζω (Α)
φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)].