ἐπιρρυθμίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=arranger, ajuster avec grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥυθμίζω]]. | |btext=arranger, ajuster avec grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥυθμίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιρρυθμίζω]] (Α) [[ρυθμίζω]]<br /><b>1.</b> (για στίχους) [[φέρνω]] σε ρυθμό, ρυθμοποιώ<br /><b>2.</b> [[ντύνω]] με [[απλότητα]], [[στολίζω]] («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
A remould, amend, [ποιήματα] Pl.Lg.802b; ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτήν dress oneself simply, v.l. in Luc.Pisc.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρυθμίζω: φέρω εἰς ῥυθμόν, ποιήματα Πλάτ. Νόμ. 802Β· ἐς τὸ ἀφελὲς καὶ ἀκόσμητον ἑαυτὴν ἐπερρύθμιζεν, ἐστόλιζεν, ἐνέδυε μετὰ ἁπλότητος, Λουκ. Ἁλιεὺς 12.
French (Bailly abrégé)
arranger, ajuster avec grâce.
Étymologie: ἐπί, ῥυθμίζω.
Greek Monolingual
ἐπιρρυθμίζω (Α) ρυθμίζω
1. (για στίχους) φέρνω σε ρυθμό, ρυθμοποιώ
2. ντύνω με απλότητα, στολίζω («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», Λουκιαν.).