ἐπιρρυθμίζω

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρυθμίζω Medium diacritics: ἐπιρρυθμίζω Low diacritics: επιρρυθμίζω Capitals: ΕΠΙΡΡΥΘΜΙΖΩ
Transliteration A: epirrythmízō Transliteration B: epirrythmizō Transliteration C: epirrythmizo Beta Code: e)pirruqmi/zw

English (LSJ)

remould, amend, (ποιήματα) Pl.Lg.802b; ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτήν dress oneself simply, v.l. in Luc.Pisc.12.

French (Bailly abrégé)

arranger, ajuster avec grâce.
Étymologie: ἐπί, ῥυθμίζω.

German (Pape)

von Neuem in bessere Rhythmen bringen, ποιήματα Plat. Legg. VII.802b.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρυθμίζω:
1 перестраивать к лучшему, исправлять, улучшать (sc. ποίημα Plat.);
2 одевать, наряжать: ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτόν Luc. одеваться просто.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρυθμίζω: φέρω εἰς ῥυθμόν, ποιήματα Πλάτ. Νόμ. 802Β· ἐς τὸ ἀφελὲς καὶ ἀκόσμητον ἑαυτὴν ἐπερρύθμιζεν, ἐστόλιζεν, ἐνέδυε μετὰ ἁπλότητος, Λουκ. Ἁλιεὺς 12.

Greek Monolingual

ἐπιρρυθμίζω (Α) ρυθμίζω
1. (για στίχους) φέρνω σε ρυθμό, ρυθμοποιώ
2. ντύνω με απλότητα, στολίζω («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ἐπιρρυθμίζω: μέλ. -σω, μορφοποιώ, σχηματοποιώ, τακτοποιώ, διευθετώ, διασκευάζω, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to bring into form, arrange, Luc.