ἐπιρρυθμίζω
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
remould, amend, (ποιήματα) Pl.Lg.802b; ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτήν dress oneself simply, v.l. in Luc.Pisc.12.
French (Bailly abrégé)
arranger, ajuster avec grâce.
Étymologie: ἐπί, ῥυθμίζω.
German (Pape)
von Neuem in bessere Rhythmen bringen, ποιήματα Plat. Legg. VII.802b.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρυθμίζω:
1 перестраивать к лучшему, исправлять, улучшать (sc. ποίημα Plat.);
2 одевать, наряжать: ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτόν Luc. одеваться просто.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρυθμίζω: φέρω εἰς ῥυθμόν, ποιήματα Πλάτ. Νόμ. 802Β· ἐς τὸ ἀφελὲς καὶ ἀκόσμητον ἑαυτὴν ἐπερρύθμιζεν, ἐστόλιζεν, ἐνέδυε μετὰ ἁπλότητος, Λουκ. Ἁλιεὺς 12.
Greek Monolingual
ἐπιρρυθμίζω (Α) ρυθμίζω
1. (για στίχους) φέρνω σε ρυθμό, ρυθμοποιώ
2. ντύνω με απλότητα, στολίζω («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ἐπιρρυθμίζω: μέλ. -σω, μορφοποιώ, σχηματοποιώ, τακτοποιώ, διευθετώ, διασκευάζω, σε Λουκ.