καπρίδιον: Difference between revisions

From LSJ
(6_22)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καπρίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κάπρος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421.
|lstext='''καπρίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κάπρος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421.
}}
{{grml
|mltxt=[[καπρίδιον]], τὸ (Α)<br />[[μικρός]] [[κάπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάπρος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίδιο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εγχειρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>χοιρ</i>-<i>ίδιο</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπρίδιον Medium diacritics: καπρίδιον Low diacritics: καπρίδιον Capitals: ΚΑΠΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kaprídion Transliteration B: kapridion Transliteration C: kapridion Beta Code: kapri/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κάπρος, Ar.Fr.506.2.

German (Pape)

[Seite 1324] τό, dim. von κάπρος, Ar. bei Ath. III, 96 c.

Greek (Liddell-Scott)

καπρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάπρος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421.

Greek Monolingual

καπρίδιον, τὸ (Α)
μικρός κάπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + υποκορ. κατάλ. -ίδιο (πρβλ. εγχειρ-ίδιο, χοιρ-ίδιο)].