καταπέμπω: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> précipiter ; <i>particul.</i> envoyer sur mer <i>ou</i> dans des contrées maritimes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> envoyer : στρατηγόν PLUT comme général ; εἰρήνην XÉN transmettre des propositions de paix.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πέμπω]]. | |btext=<b>1</b> précipiter ; <i>particul.</i> envoyer sur mer <i>ou</i> dans des contrées maritimes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> envoyer : στρατηγόν PLUT comme général ; εἰρήνην XÉN transmettre des propositions de paix.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πέμπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[καταπέμπω]])<br />[[στέλνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βυθίζω]] κάποιον σε [[απελπισία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στέλνω]] κάποιον στον Άδη («πιττάκιν τὸ ἐκατάπεμψεν ἀπέσω τὴν ψυχὴν μου, εἰς θάνατον μὲ ἀπέσωσεν», Λίβ. και Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέλνω]] από τα μεσόγεια στα παράλια<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[στέλνω]] από το [[αρχηγείο]] ή το [[επιτελείο]] («λῃστὰς ὁμολογεῑτε καταπέμπειν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέμπω]] «[[στέλνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
A send down, εἰς ἔρεβος Hes.Th.515; esp. from the inland to the sea-coast, X.HG5.1.30, An.1.9.7 (Pass.); in Egypt, down the Nile, PEleph. 10.7(iii B. C.), etc. II send from head-quarters, dispatch, λῃστάς D.12.13; στρατηγὸν κ. τινά as general, Plu.Flam.15; ἐς ἐπισκοπήν τινος Luc.DDeor.20.6; γράμματα Hdn.2.12.3.
German (Pape)
[Seite 1369] hinabschicken, hinablassen, -stoßen; εἰς ἔρεβος Hes. Th. 515; in die Gegend am Meere aus Hochasien, Xen. An. 1, 9, 7, vgl. Hell. 5, 1, 30; vor-, hinschicken, στρατηγούς Isocr. 4, 140; Plut. Flam. 15 u. a. Sp., Luc. oft.
Greek (Liddell-Scott)
καταπέμπω: μέλλ., -ψω, πέμπω κάτω, εἰς ἔρεβος Ἡσ. Θεογ. 515· ἀετοὺς καταπέμπειν Λουκ. Προμηθ. 9· ἰδίως ἐκ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 30, Ἀν. 1. 9, 7. ΙΙ. ἀποστέλλω ἐκ τοῦ ἀρχηγείου, ἐκ τοῦ ἐπιτελείου, Δημ. 162, 11· στρατηγὸν κ. τινά, στέλλω ὡς στρατ., Πλουτ. Φλαμ. 15· ἐς ἐπισκοπήν τινος Λουκ. Θεῶν Διάλογ. 20, 6· «καταπεπεμέννα· καθειμένα» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1 précipiter ; particul. envoyer sur mer ou dans des contrées maritimes;
2 p. ext. envoyer : στρατηγόν PLUT comme général ; εἰρήνην XÉN transmettre des propositions de paix.
Étymologie: κατά, πέμπω.
Greek Monolingual
(AM καταπέμπω)
στέλνω κάτι προς τα κάτω
μσν.
1. βυθίζω κάποιον σε απελπισία
2. μτφ. στέλνω κάποιον στον Άδη («πιττάκιν τὸ ἐκατάπεμψεν ἀπέσω τὴν ψυχὴν μου, εἰς θάνατον μὲ ἀπέσωσεν», Λίβ. και Ρόδ.)
αρχ.
1. στέλνω από τα μεσόγεια στα παράλια
2. (ειδ.) στέλνω από το αρχηγείο ή το επιτελείο («λῃστὰς ὁμολογεῑτε καταπέμπειν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέμπω «στέλνω»].