Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστηρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6_2)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστηρίζω''': [[στηρίζω]] [[καλῶς]], στερεώνω, Ἑβδομ.· ἀμεταβ., κ. εἰς τόπον, [[πίπτω]] εἴς τι [[μέρος]] καὶ [[ἐκεῖ]] [[μένω]], ἐπὶ νόσων, πρβλ. [[κατασκήπτω]], Ἱππ. 518. 53., 519, 48. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἀνέχομαι, ἐπί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· κατεστηριγμένος, ἀσφαλῶς ἐστηριγμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἀβέβαιος]], Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 25.
|lstext='''καταστηρίζω''': [[στηρίζω]] [[καλῶς]], στερεώνω, Ἑβδομ.· ἀμεταβ., κ. εἰς τόπον, [[πίπτω]] εἴς τι [[μέρος]] καὶ [[ἐκεῖ]] [[μένω]], ἐπὶ νόσων, πρβλ. [[κατασκήπτω]], Ἱππ. 518. 53., 519, 48. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἀνέχομαι, ἐπί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· κατεστηριγμένος, ἀσφαλῶς ἐστηριγμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἀβέβαιος]], Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 25.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταστηρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[στερεώνω]]<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[αποδεικνύω]]<br /><b>4.</b> (για νόσους) [[ενσκήπτω]], [[πέφτω]] σε κάποιο [[μέρος]] και [[μένω]] [[εκεί]], [[ενδημώ]], [[κατασκήπτω]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατεστηριγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος.
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστηρίζω Medium diacritics: καταστηρίζω Low diacritics: καταστηρίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΗΡΙΖΩ
Transliteration A: katastērízō Transliteration B: katastērizō Transliteration C: katastirizo Beta Code: katasthri/zw

English (LSJ)

   A establish, Nonn.D.38.424; prove, Lyd.Mens.1.14:— Pass., to be propped or stayed, ἐπί τινι E.Fr.382.9; to be firmly fixed or established, LXX Jb.20.7; κατεστηριγμένος, opp. ἀβέβαιος, Arist. Mu.395b16.    II intr., κ. εἰς . . settle in a spot, of disease, Hp. Aff.15, cf. 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταστηρίζω: στηρίζω καλῶς, στερεώνω, Ἑβδομ.· ἀμεταβ., κ. εἰς τόπον, πίπτω εἴς τι μέρος καὶ ἐκεῖ μένω, ἐπὶ νόσων, πρβλ. κατασκήπτω, Ἱππ. 518. 53., 519, 48. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἀνέχομαι, ἐπί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· κατεστηριγμένος, ἀσφαλῶς ἐστηριγμένος, ἀντίθ. τῷ ἀβέβαιος, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 25.

Greek Monolingual

καταστηρίζω (Α)
1. στηρίζω πάνω σε κάτι, στερεώνω
2. δοκιμάζω
3. αποδεικνύω
4. (για νόσους) ενσκήπτω, πέφτω σε κάποιο μέρος και μένω εκεί, ενδημώ, κατασκήπτω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστηριγμένος, -η, -ον
ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος.